-
1 добро
добро 1-а ουδ.1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•добро и зло το καλό και το κακό.
2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•
нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•
от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.
3. καλή, αγαθή πράξη•делать много -а κάνω πολλά καλά.
4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.
5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.
εκφρ.поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.добро 2επίρ.καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•εκφρ.добро пожаловать – καλώς ήρθατε.добро 3-а ουδ.παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д».